ημιγαλή

ημιγαλή
(Ηemigale). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών. Τα είδη του γένους αυτού έχουν μήκος περίπου 0,90 μ., μακρύ ρύγχος και μικρά ανυψωμένα αφτιά ενώ η οδοντοστοιχία τους αποτελείται από 40 δόντια. Έχουν πυκνό λείο τρίχωμα, μακριά δυσκίνητη ουρά και ημισυσταλτά νύχια. Οι η. είναι ζώα νυκτόβια και τρέφονται κυρίως με έντομα και φυτικές ουσίες. Τα κυριότερα είδη του γένους είναι δύο: η η. η ζεβροειδής της Ινδίας, το τρίχωμα της οποίας είναι κιτρινωπό με καστανές και λευκές ραβδώσεις και η. η ραβδωτή, που ζει στα νησιά Βόρνεο και Σουμάτρα και έχει χρώμα υπόλευκο με μαύρες ραβδώσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”